- ευφλεκτότητα
- [-ης (-ητος)] η хорошая воспламеняемость, горючесть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καυσιμότητα — η [καύσιμος] η ιδιότητα μερικών υλών να αναφλέγονται, να καίγονται εύκολα, η ευφλεκτότητα … Dictionary of Greek
απονίτρωση — Χημική αντίδραση που συνίσταται στην απόσπαση των νιτρικών ομάδων από ένα μόριο με επακόλουθο τον σχηματισμό νιτρικού οξέος. Είναι μια πορεία αντιδράσεων που γίνεται συχνά στα νιτρικά παράγωγα της κυτταρίνης, τα οποία χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek